
Σήμερα, στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου βρίσκεται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Μία βασική συνιστώσα αυτής της προσπάθειας είναι η καθιέρωση ενός συστήματος αξιολόγησης που θα ενισχύει επί της ουσίας τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η αξιολόγηση είναι ένα μέσο για τη διαρκή αναβάθμιση των δημοσίων δομών. Πρόκειται για ένα εργαλείο κατανόησης και καταγραφής αναγκών, που επιτρέπει στην εκάστοτε Διοίκηση να εντοπίζει ελλείψεις, για να παρεμβαίνει με διορθωτικά μέτρα και όχι με ποινές. Παράλληλα, αποτελεί και ένα διάβημα, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι πιο ικανοί, εργατικοί, ευσυνείδητοι και φιλόδοξοι υπάλληλοι.
Η δημόσια διοίκηση διαθέτει πλέον πλήθος καταρτισμένων υπαλλήλων. Στόχος είναι το ανθρώπινο αυτό δυναμικό να αξιοποιείται με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής μας. Έρευνες στον τομέα του management επιβεβαιώνουν ότι, πέρα από τα τυπικά προσόντα, σημαντικό ρόλο στην απόδοση ενός υπαλλήλου παίζουν και άλλοι παράγοντες, όπως οι ήπιες δεξιότητες (soft skills), η εργασιακή κουλτούρα, η ομαδικότητα και η φιλοδοξία. Είναι, με άλλα λόγια, κρίσιμη η θέσπιση αντικειμενικών και μετρήσιμων δεικτών απόδοσης, που θα αναδεικνύουν αυτές τις ικανότητες.
Ο νόμος 4940/2022, υπό το πρίσμα αυτής της φιλοσοφίας, εισήγαγε ένα νέο σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και επιβράβευσης, που αποσκοπεί στη συνολική αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης. Ενδεικτικά, καθορίζονται συγκεκριμένοι στόχοι για κάθε δημόσια υπηρεσία, αντικειμενικά κριτήρια μέτρησης απόδοσης, αλλά και σύστημα ανταμοιβής και κινήτρων όσων επιτελούν τα καθήκοντά τους πιο παραγωγικά και υπεύθυνα.
Πάντως, η επιτυχία των διοικητικών μεταρρυθμίσεων εξαρτάται τόσο από τον προσεκτικό σχεδιασμό όσο και από την αποφασιστική υλοποίησή τους. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργείο Εσωτερικών, κατέστη σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες της κοινωνίας, προχωρά και υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που εξήγγειλε.
Συγκεκριμένα, η αποδοτικότητα των εκάστοτε συστημάτων αξιολόγησης συνυφαίνεται άρρηκτα με τη δυναμική τους εξέλιξη, καθώς οι απαιτήσεις της κοινωνίας μεταβάλλονται διαρκώς. Στις ημέρες μας δύο είναι οι βασικοί πυλώνες για την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος αξιολόγησης: H ισχυρή πολιτική βούληση και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αναλαμβάνει μια σημαντική πρωτοβουλία, με στόχο τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες της μηχανικής μάθησης. Ειδικότερα, προηγμένοι αλγόριθμοι θα επιτρέψουν την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων, εντοπίζοντας τομείς που χρήζουν βελτίωσης, επιτρέποντας έτσι στοχευμένες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Τα δεδομένα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, θα προκύψουν από αναλυτικά ερωτηματολόγια που θα σταλούν σύντομα σε τέσσερα εκατομμύρια πολίτες για να αξιολογήσουν τις υπηρεσίες του Δημοσίου. Για πρώτη φορά, δίνεται στους φορολογούμενους το δικαίωμα να αξιολογούν συνολικά το Κράτος και να διατυπώνουν άμεσα προτάσεις για την αναμόρφωση των υπηρεσιών του. Πλέον, ο πολίτης αποκτά ενεργό ρόλο σε μία τεχνοκρατική διαδικασία. Τα χρήσιμα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την ανάλυση των δεδομένων αυτών θα θέσουν σε νέες βάσεις τις στραγητικές για το μέλλον της Δημόσιας Διοίκησης, τη μείωση της γραφειοκρατίας και βελτίωση της καθημερινότητας όλων μας ως χρηστών των υπηρεσιών του Δημοσίου.
Τα πολιτικά κόμματα καλούνται να συμβάλλουν εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο γύρω από αυτό το ζήτημα, αποφεύγοντας τον λαϊκισμό και τη στείρα αντιπολίτευση. Απαιτείται πολιτική ωριμότητα και διάθεση για συναίνεση, ώστε να επιτευχθεί μια συνθετική προσέγγιση που θα ωφελήσει το σύνολο των πολιτών. Όπως οι πολίτες αξιολογούν την Κυβέρνηση, έτσι αξιολογούν και την αντιπολίτευση.
Σήμερα, στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου βρίσκεται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Μία βασική συνιστώσα αυτής της προσπάθειας είναι η καθιέρωση ενός συστήματος αξιολόγησης που θα ενισχύει επί της ουσίας τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η αξιολόγηση είναι ένα μέσο για τη διαρκή αναβάθμιση των δημοσίων δομών. Πρόκειται για ένα εργαλείο κατανόησης και καταγραφής αναγκών, που επιτρέπει στην εκάστοτε Διοίκηση να εντοπίζει ελλείψεις, για να παρεμβαίνει με διορθωτικά μέτρα και όχι με ποινές. Παράλληλα, αποτελεί και ένα διάβημα, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι πιο ικανοί, εργατικοί, ευσυνείδητοι και φιλόδοξοι υπάλληλοι.
Η δημόσια διοίκηση διαθέτει πλέον πλήθος καταρτισμένων υπαλλήλων. Στόχος είναι το ανθρώπινο αυτό δυναμικό να αξιοποιείται με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής μας. Έρευνες στον τομέα του management επιβεβαιώνουν ότι, πέρα από τα τυπικά προσόντα, σημαντικό ρόλο στην απόδοση ενός υπαλλήλου παίζουν και άλλοι παράγοντες, όπως οι ήπιες δεξιότητες (soft skills), η εργασιακή κουλτούρα, η ομαδικότητα και η φιλοδοξία. Είναι, με άλλα λόγια, κρίσιμη η θέσπιση αντικειμενικών και μετρήσιμων δεικτών απόδοσης, που θα αναδεικνύουν αυτές τις ικανότητες.
Ο νόμος 4940/2022, υπό το πρίσμα αυτής της φιλοσοφίας, εισήγαγε ένα νέο σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και επιβράβευσης, που αποσκοπεί στη συνολική αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης. Ενδεικτικά, καθορίζονται συγκεκριμένοι στόχοι για κάθε δημόσια υπηρεσία, αντικειμενικά κριτήρια μέτρησης απόδοσης, αλλά και σύστημα ανταμοιβής και κινήτρων όσων επιτελούν τα καθήκοντά τους πιο παραγωγικά και υπεύθυνα.
Πάντως, η επιτυχία των διοικητικών μεταρρυθμίσεων εξαρτάται τόσο από τον προσεκτικό σχεδιασμό όσο και από την αποφασιστική υλοποίησή τους. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργείο Εσωτερικών, κατέστη σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες της κοινωνίας, προχωρά και υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που εξήγγειλε.
Συγκεκριμένα, η αποδοτικότητα των εκάστοτε συστημάτων αξιολόγησης συνυφαίνεται άρρηκτα με τη δυναμική τους εξέλιξη, καθώς οι απαιτήσεις της κοινωνίας μεταβάλλονται διαρκώς. Στις ημέρες μας δύο είναι οι βασικοί πυλώνες για την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος αξιολόγησης: H ισχυρή πολιτική βούληση και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αναλαμβάνει μια σημαντική πρωτοβουλία, με στόχο τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες της μηχανικής μάθησης. Ειδικότερα, προηγμένοι αλγόριθμοι θα επιτρέψουν την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων, εντοπίζοντας τομείς που χρήζουν βελτίωσης, επιτρέποντας έτσι στοχευμένες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Τα δεδομένα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, θα προκύψουν από αναλυτικά ερωτηματολόγια που θα σταλούν σύντομα σε τέσσερα εκατομμύρια πολίτες για να αξιολογήσουν τις υπηρεσίες του Δημοσίου. Για πρώτη φορά, δίνεται στους φορολογούμενους το δικαίωμα να αξιολογούν συνολικά το Κράτος και να διατυπώνουν άμεσα προτάσεις για την αναμόρφωση των υπηρεσιών του. Πλέον, ο πολίτης αποκτά ενεργό ρόλο σε μία τεχνοκρατική διαδικασία. Τα χρήσιμα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την ανάλυση των δεδομένων αυτών θα θέσουν σε νέες βάσεις τις στραγητικές για το μέλλον της Δημόσιας Διοίκησης, τη μείωση της γραφειοκρατίας και βελτίωση της καθημερινότητας όλων μας ως χρηστών των υπηρεσιών του Δημοσίου.
Τα πολιτικά κόμματα καλούνται να συμβάλλουν εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο γύρω από αυτό το ζήτημα, αποφεύγοντας τον λαϊκισμό και τη στείρα αντιπολίτευση. Απαιτείται πολιτική ωριμότητα και διάθεση για συναίνεση, ώστε να επιτευχθεί μια συνθετική προσέγγιση που θα ωφελήσει το σύνολο των πολιτών. Όπως οι πολίτες αξιολογούν την Κυβέρνηση, έτσι αξιολογούν και την αντιπολίτευση.